- ντεκόρ
- τοάκλ.1. διακοσμητικό στοιχείο2. (θεατρ.-κινημ.) α) σκηνικός διάκοσμοςβ) σκηνικό κλειστού χώρου όπου γυρίζεται κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decor < decorer «διακοσμώ» < λατ. decoro «κοσμώ» < λατ. decus, -oris «στολίδι»].
Dictionary of Greek. 2013.